- λογχωτός
- -ή, -ό (AM λογχωτός, -ή, -όν) [λόγχη]1. αυτός που έχει στο άκρο του σιδερένια αιχμή2. αιχμηρός σαν τη λόγχη, λογχοειδήςμσν.-αρχ.αυτός που αποτελείται από λόγχες ή είναι κοσμημένος με λόγχες («λογχωτοὶ χιτῶνες», Ιω. Λυδ.)αρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ λογχωτόνείδος μαύρης μεταλλικής βαφής που παρασκευαζόταν από χαλκό.
Dictionary of Greek. 2013.